- μεγαλόβρομος
- μεγᾰλό-βρομος, ον,A loud-roaring,
ὕδωρ Orph.A. 463
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕδωρ Orph.A. 463
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλόβρομος — μεγαλόβρομος, ον (Α) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βρόμος (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. υψηλό βρομος] … Dictionary of Greek
μεγαλόβρομον — μεγαλόβρομος loud roaring masc/fem acc sg μεγαλόβρομος loud roaring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek